- στενόσημος
- -ον, Α1. αυτός που έχει στενή παρυφή2. το θηλ. ως ουσ. ἡ στενόσημος(στους Ρωμαίους) ο χιτώνας που φορούσαν οι χιλίαρχοι οι οποίοι προέρχονταν από την τάξη τών δημοτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -σημος (< σῆμα), πρβλ. πλατύ-σημος].
Dictionary of Greek. 2013.